- τερμόνιος
- -ία, -ον, Α [τέρμων, -ονος]αυτός που βρίσκεται προς το τέρμα, στο άκρο τής γης, ο έσχατος («ἵκετο τερμόνιον πάγον», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερμόνιον — τερμόνιος at the world s end masc acc sg τερμόνιος at the world s end neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)